Pfeil Order this book directly from the Greek publisher in Thessaloniki


Πέτερ Λέμαν / Άννα Εμμανουηλίδου (επιμ.)

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ Εμπειρίες επιτυχημένης διακοπής νευροληπτικών, αντικαταθλιπτικών, σταθεροποιητών διάθεσης, Ριταλίν και ηρεμιστικών

Peter Lehmann

Soft cover, 437 pages, 14 x 20,5 cm, ISBN 978-960-8263-81-9, 3n διορθωμένη και βελτιωμένη έκδοση, Θεσσαλονίκη: εκδ. Νησίδες 2024. € 23.43. Pfeil Order this book directly from the Greek publisher in Thessaloniki

Other languages:


Cover in large size | Cover back-side in large size | ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ | Prefaces by Άννα Εμμανουηλίδου, Πέτερ Λέμαν, Πρόλογος στην 3η έκδοση 2024, Pirkko Lahti, Judi Chamberlin & Loren R. Mosher | ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ σε Ελλάδα και Κύπρο | ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ | General information about the book in English, French, German, Italian or Spanish | About the editors & authors | Chapters' summaries | Reviews in English, Dutch, Finnish, German, Hungarian, Italian, Polsku, Russian, Spanish language | Home

The world-wide first book about "Successful coming down from psychiatric drugs." With experience-reports of 28 (ex-) users and survivors of psychiatric drugs from all over the world and additional articles of psychotherapists, physicians, psychiatrists, natural healers and other professionals helping withdraw. German original in 1998; 1st Greek edition in 2008.

Publisher's Information

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορούμε να υποθέσουμε σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη ψυχοφαρμάκων. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην υποτροπή. Οι επαγγελματίες του χώρου της ψυχικής υγείας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν σκέφτονται σχεδόν καθόλου πώς να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο, το να γυρίζουμε την πλάτη σ’ αυτούς τους ανθρώπους και να τους αφήνουμε ν’ αντιμετωπίσουν μόνοι το πρόβλημά τους, δείχνει χαμηλού επιπέδου συναίσθηση ευθύνης.

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι. Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του.

The Editors

Anna Emmanouelidou


Άννα Εμμανουηλίδου. Γεν. 1967, κλινική ψυχολόγος (Dr.Phil., Msc) και συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Σπούδασε στην Ελλάδα και τη Γερμανία, φιλοσοφία και ψυχολογία. Μεταξύ 1992-2001 εργάστηκε στη Γερμανία στο χώρο της ψυχιατρικής και συνεργάστηκε σε πολυάριθμες εναλλακτικές πρωτοβουλίες, μέσω των οποίων ήρθε σε επαφή με το εκεί ακμαίο κίνημα αυτοβοήθειας προσώπων με ψυχιατρική εμπειρία και με διάφορες εναλλακτικές στην ψυχιατρική προτάσεις. Στην Ελλάδα, όπου ζει και εργάζεται και πάλι από το 2001, έχει ασχοληθεί με προσπάθειες αποασυλοποίησης σε ελληνικά ψυχιατρεία, πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες σε θέματα κοινωνικών μειονοτήτων με έμφαση το χώρο της ψυχικής υγείας, από το 2003 επικεντρωμένα σε δράσεις ενάντια στην ψυχιατρική βία και υπέρ της ανάπτυξης εναλλακτικών στην Ελλάδα. Από το 2006 ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας (https://paratiritiriopsy.com). Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Peter Lehmann

Πέτερ Λέμαν. γενν. 1950 στη Γερμανία. Παιδαγωγικές σπουδές στο Βερολίνο. Ο ίδιος κατά τη δεκαετία του 1970 «θύμα» της ιδρυματικής ψυχιατρικής, από την οποία απομακρύνθηκε αυτοβούλως, όπως το ίδιο σταμάτησε και με επιτυχία έως σήμερα κάθε είδους φαρμακευτική αγωγή. Από το 1980 ανέλαβε πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα για το «στήσιμο» των πρώτων ομάδων αυτοβοήθειας στο Βερολίνο, οι οποίες ανέπτυξαν γρήγορα έντονα πολιτικό αντιψυχιατρικό λόγο. Από το 1989 ιδρυτικό μέλος του «Συλλόγου για προστασία από την ψυχιατρική βία» (Verein zum Schutz vor psychiatrischer Gewalt e.V.), από το 1991 ιδρυτικό μέλος «Ευρωπαϊκού Δικτύου πρώην χρηστών και επιζώντων της ψυχιατρικής» (ENUSP). Από το 1990 μέλος της συντακτικής επιτροπής του βρετανικού επιστημονικού περιοδικού Journal of Critical Psychology, Counselling and Psychotherapy. Από το 1994 μέχρι το 2000 μέλος του Δ.Σ. της γερμανικής «Συνομοσπονδίας Ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία» (Bundesverbands Psychiatrie-Erfahrener e.V. [BPE]). Από το 1997 μέχρι το 1999 μέλος της ειδικής επιτροπής "Mental Health Europe", ευρωπαϊκό παρακλάδι της «παγκόσμιας συνομοσπονδίας για την ψυχική Υγεία» (World Federation for Mental Health). Από το 1997 μέχρι το 1999 πρόεδρος Δ.Σ. της ENUSP, από το 2004 μέλος Δ.Σ. με την ευθύνη των οργανώσεων της βορειοανατολικής Ευρώπης (Γερμανία, Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρωσία), από τον Ιανουάριο του 2002 έως τον Ιούλιο του 2004 γενικός γραμματέας της ENUSP. Ιδρυτικό μέλος και συμμετοχή σε πολυάριθμες ακόμα πρωτοβουλίες. Σήμερα συγγραφέας βιβλίων, εκδότης και έμπορος βιβλίων ψυχοκοινωνικού περιεχομένου στο Βερολίνο. More about Peter Lehmann

Άννα Εμμανουηλίδου: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι . Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του. Οι προσωπικές μαρτυρίες με αυτή τη συνταρακτική τους δύναμη είναι το ένα στοιχείο. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο εμπνευστής και επιμελητής του πρωτότυπου, ο Πέτερ Λέμαν, έθεσε τη λυδία λίθο του βιβλίου όχι στην άρνηση και την κριτική της παραδοσιακής ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας, αλλά στην κοινοποίηση μιας άλλης, εναλλακτικής, υπαρκτής πραγματικότητας. Έτσι, αρνήθηκε να σπαταλήσει γι’ άλλη μια φορά ενέργεια στο να επενδύσει σε μια άρνηση και επένδυσε σε μια θέση, βάζοντας τη συζήτηση σε μια άλλη βάση: τη βάση τού τι κάνουμε τώρα, που το Άλλο είναι εφικτό και ήδη εδώ. Αν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, που ζουν εδώ και χρόνια υγιείς χωρίς ψυχοφάρμακα, ενώ ανήκαν στο πλήθος αυτών που είχαν προγραμματιστεί σε ισόβια χρήση, ποια είναι η θέση μας απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους, που το διεκδικούν; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για το ανέφικτο της ίασης χωρίς τη χρόνια χρήση χημικών ουσιών; Μπορούμε να συνεχίσουμε να απαξιώνουμε τη διεκδίκησή τους, θεωρώντας την «ευσεβή πόθο», δυστυχώς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα; Μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την τραγικά ατεκμηρίωτη κοινοτυπία της «έλλειψης νοσο-ενσυναίσθησης»; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μην τους ακούμε;

Το βιβλίο θέλει να είναι ταυτόχρονα εμπνευστής και εργαλείο, για όσους ήδη βρίσκονται κοντά στην απόφαση να δοκιμάσουν «και αλλιώς» – είτε αυτοί βρίσκονται από την πλευρά αυτών που κάνουν οι ίδιοι χρήση ψυχοφαρμάκων, είτε από την πλευρά όσων βρίσκονται με διάφορες ιδιότητες δίπλα τους ή απέναντί τους. Θέλει να συμβάλει πρακτικά στην οικοδόμηση νέων εκδοχών – κι αυτό αποτελεί άλλον έναν νεωτερισμό ανάμεσα στους άλλους. Και ως εργαλείο, θέλει να μεταφέρει σαφώς και κατανοητά πρακτικές πληροφορίες, οι οποίες σπάνια φτάνουν στο κοινό, συμβάλλοντας έτσι ενεργητικά στη άρση της άγνοιας και της παραπληροφόρησης. Έτσι, διαβάζουμε σ’ αυτό: τον τρόπο που δρουν βιοχημικά τα ψυχοφάρμακα, ότι η απότομη διακοπή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχωσικόμορφες εμπειρίες που δεν έχουν να κάνουν με την αρχική «νόσο», αλλά με τη βιοχημική εξάρτηση του ατόμου απ’ αυτά βλέπουμε πώς μπορεί να οργανωθεί στην πράξη μια σταδιακή διακοπή και μπορούμε να βρούμε συγκεκριμένα σε μια πλήρη λίστα τα φάρμακα και τα ονόματά τους στην ελληνική αγορά. Κατά αντίστοιχο τρόπο βρίσκουμε συγκεκριμένες αναφορές με βιβλιογραφία για εναλλακτικές [προς τη χημική φαρμακοθεραπεία] μεθόδους υποστήριξης ανθρώπων στη διαδικασία διακοπής των ψυχοφαρμάκων: φυτοθεραπεία, βελονισμός, θρησκευτική πίστη, ορθομοριακή ιατρική, πολιτική στράτευση, τέχνη, ομοιοπαθητική, ομάδες αυτοβοήθειας, αθλητικές δραστηριότητες, ψυχοθεραπεία και μια σειρά ακόμα από πρακτικές που βοήθησαν τους συγγραφείς του βιβλίου να επιτύχουν το στόχο τους, αναφέρονται η μια δίπλα στην άλλη χωρίς αξιολογήσεις, χωρίς ιεραρχήσεις, χωρίς σχολιασμό, με όλο τον σεβασμό που ταιριάζει στους ανθρώπους που τις αξιοποίησαν για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μ’ αυτό τον τρόπο «πέφτουν στο τραπέζι ιδέες» για τον αναγνώστη, ιδέες που δεν καθοδηγούν, δεν περιορίζουν, δεν αφορίζουν, αλλά ανοίγουν την παλέτα των εκδοχών και ερεθίζουν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά του, για την κατασκευή νέων αποτελεσματικών προσωπικών και συλλογικών πραγματικοτήτων.

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;Στην ελληνική έκδοση συμμετέχουν και δύο κείμενα Ελλήνων, ενός γιατρού και μιας μητέρας παιδιού, που ανέλαβε την ευθύνη της διακοπής για το ανήλικο παιδί της. Στην προσπάθεια αναζήτησης και άλλων ανθρώπων που θα ήθελαν να γράψουν για την εμπειρία τους βρεθήκαμε μπροστά σε δύο πραγματικότητες, τη μία αναμενόμενη και την άλλη λιγότερο αναμενόμενη. Λιγότερα αναμενόμενη και ιδιαίτερα αισιόδοξη ας θεωρηθεί η διαπίστωση ότι και στην Ελλάδα βρέθηκαν πράγματι άνθρωποι που έχουν από χρόνια σταματήσει ισχυρές ψυχοφαρμακευτικές αγωγές και ζουν υγιείς και ικανοποιημένοι σε διάρκεια χωρίς αυτές. Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, ακύρωσαν την απόφασή τους να γράψουν την εμπειρία τους, από επιφυλακτικότητα και φόβο για το τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό κοινωνικά στον τόπο μας, τόσο για τους ίδιους, όσο και για άλλους στη θέση τους. Αυτή η –απόλυτα κατανοητή– στάση ας θεωρηθεί ενδεικτική του κοινωνικού κλίματος στην Ελλάδα του 2008 σε σχέση με την ψυχιατρική αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου. Μπορεί ωστόσο κανείς να υποθέσει ότι σε μια πιθανή επόμενη διεύρυνση του βιβλίου οι ελληνικές συμμετοχές θα είναι περισσότερες.

Ο Πέτερ Λέμαν τολμά με την ομάδα των συγγραφέων αυτού του βιβλίου μια μετωπική σύγκρουση με την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία και την κλασική ψυχιατρική με την ευθύτητα και το θάρρος αυτών που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μέσα από την πρότασή τους η εικόνα ενός κόσμου αδυναμίας, ηττοπάθειας, αδιεξόδων και κατεστραμμένων υπό το καθεστώς βίας ανθρώπων, αντικαθίσταται από αυτήν ενός κόσμου ρεαλιστικών δυνατοτήτων, εμπιστοσύνης, δύναμης και αλληλεγγύης, όπου οι ψυχικές κρίσεις των ανθρώπων, αντί να απαξιωθούν σε νοσολογικές κατασκευές, παίρνουν εξελικτικό νόημα και οι σχέσεις αποκτούν δύναμη στην οικοδόμηση (και όχι στην καταστροφή) ανθρώπινων πεπρωμένων. Αυτό ισχύει όχι μόνο γι’ αυτούς που αγωνίζονται να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, που τους αφαιρέθηκε με βία, αλλά και για όλους τους άλλους, που δεν θέλουν (πια) να είναι βιαστές.

Άννα Εμμανουηλίδου
Κλινική Ψυχολόγος (Dr. Phil., Msc.)
Ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας


Πέτερ Λέμαν: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Ζητούνται συγγραφείς για το θέμα “Κόβοντας τα ψυχοφάρμακα”». Αυτό ήταν το κάλεσμα που απηύθυνα το 1995 σε ευρύτατους κύκλους παγκοσμίως. Έγραφα τότε:

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα. Προσωπικές εμπειρίες με αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά και λίθιο». Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, που σχεδιάζεται να κυκλοφορήσει το 1997-98. Για την πλειονότητα εκείνων που τους συνταγογραφείται ή τους δίνεται ένα από τα παραπάνω φάρμακα, έχουν τεράστια σημασία οι προσωπικές αφηγήσεις που αποτελούν θετικά παραδείγματα για το ότι μπορεί κανείς να σταματήσει αυτά τα φάρμακα, χωρίς να ξανακαταλήξει στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου του ή στο ίδρυμα. Γι’ αυτό αναζητώ συγγραφείς διατεθειμένους να περιγράψουν την προσωπική τους πορεία προς την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα και οι οποίοι αυτή τη στιγμή ζουν ελεύθεροι από ψυχιατρικά φάρμακα. Ψάχνω ακόμη κείμενα από ανθρώπους, οι οποίοι βοηθούν επαγγελματικά ή από προσωπικό ενδιαφέρον άλλους ανθρώπους να κόψουν τα ψυχοφάρμακα».

Έτσι, πήρα μια σειρά από γραπτά άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι ήθελαν να συνεισφέρουν στο βιβλίο με κείμενά τους. Απαντήσεις ήρθαν και από μερικούς επαγγελματίες. Μια ψυχίατρος από το Βερολίνο, που είχε στείλει ένα κείμενο για τη βαθμιαία απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία που εφάρμοζε στο ιατρείο της, το πήρε πίσω, προφανώς από (δικαιολογημένο) φόβο ότι το ιατρείο της θα πλημμύριζε από ανθρώπους που θα ήθελαν να κόψουν τα ψυχοφάρμακα. Επειδή δεν είχα καμιά απάντηση από συγγενείς ασθενών, έστειλα την αγγελία μου στη Γερμανική Ομοσπονδία Συγγενών Ψυχικά Πασχόντων. Καμιά απάντηση. Μήπως ο λόγος σχετίζεται με το ότι, εδώ και χρόνια, οι οργανώσεις συγγενών χρηματοδοτούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες;

Θα απλουστεύαμε ωστόσο μοιραία το φαινόμενο της ισόβιας λήψης ψυχοφαρμάκων, αν το συνδέαμε απλά με ψυχρούς συγγενείς, ανεύθυνους γιατρούς και κερδοσκοπικές φαρμακευτικές εταιρείες. Δύο συγγραφείς, που είχαν στείλει κείμενα θέλοντας να αφηγηθούν την πορεία απεξάρτησής τους από τα ψυχοφάρμακα, τα ανακάλεσαν: είχαν μια «υποτροπή». Μια γυναίκα ανέφερε ότι η χρονική στιγμή, που είχε επιλέξει για τη διακοπή των φαρμάκων, ήταν ατυχής: ήταν η περίοδος που χώρισε από τον σύντροφό της. Μια ακόμα ανέφερε, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, ότι νοσηλευόταν εκ νέου στο ψυχιατρείο, εξ αιτίας ενός νέου ψυχωσικού επεισοδίου: ήταν άραγε αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «ψύχωση διακοπής των φαρμάκων» ή κυριαρχήθηκε και πάλι από τα παλιά της, ανεπεξέργαστα προβλήματα;

Φυσικά, απέφυγα να ενθαρρύνω άλλους να σταματήσουν να λαμβάνουν ψυχοφάρμακα. Απευθυνόμουν ξεκάθαρα σ’ αυτούς που είχαν ήδη σταματήσει πριν από το κάλεσμά μου. Παρ’ όλ’ αυτά, αναρωτιέμαι μήπως και μόνο μέσα από αυτή τη δημόσια ενασχόληση με το θέμα της απεξάρτησης κάποιοι άνθρωποι επηρεάστηκαν κατά λάθος και σταμάτησαν ξαφνικά και απερίσκεπτα τα φάρμακά τους.

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορεί κανείς να υποθέσει σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με μεγαλύτερη επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της υποτροπής. Επαγγελματίες του χώρου –εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις– απασχολούν ελάχιστα το μυαλό τους με τη σκέψη τού πώς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο η στάση τού να γυρίσει κανείς την πλάτη και αφήσει αυτούς τους ανθρώπους μόνους με το πρόβλημά τους είναι μια στάση που δείχνει χαμηλού επιπέδου συνείδηση ευθύνης.

Σε ένα βιβλίο δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλοι οι διαφορετικοί δρόμοι και τρόποι να κόψει ένας άνθρωπος τα ψυχοφάρμακα. Αυτό που έκρινα σημαντικό ως υπεύθυνος της έκδοσης ήταν οι συγγραφείς «μου» –εκτός των επαγγελματιών– να παρουσιάσουν καθαρά τις επιθυμίες, τους φόβους και την προσωπική διαδικασία την οποία επέλεξαν, όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά. Μόνον ένα πράγμα δεν κλήθηκαν να κάνουν: να δώσουν συμβουλές σε άλλους για το τι πρέπει να κάνουν, να μοιράσουν συνταγές επιτυχίας. Κάθε αναγνώστης πρέπει να βρει τον δικό του δρόμο και μέσα, ανάλογα με τα υπάρχοντα προβλήματα και τις υπάρχουσες δυνατότητες, τις προσωπικές αδυναμίες και δυνάμεις, τους προσωπικούς περιορισμούς και τις προσωπικές επιθυμίες. Τα κείμενα αυτών που αντιμετώπισαν την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα οφείλουν να δείξουν ότι είναι δυνατόν να επιτύχει ένας άνθρωπος τον στόχο του χωρίς απώλειες και να ζήσει μια ζωή χωρίς τις παρενέργειες μιας ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.

Πέτερ Λέμαν
16.9.2002


Για τη δεύτερη έκδοση

Στην εισαγωγή σ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση αναφέρονται διάφορα προβλήματα που μπορούν να ανακύψουν κατά τη διαδικασία της διακοπής ψυχιατρικών ψυχοφαρμάκων, και στο συνοπτικό κεφάλαιο στο τέλος του βιβλίου αναλύω ειδικά θέματα σχετικά με αυτή τη διακοπή, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα πώς μπορεί κανείς να διακόψει συνδυασμούς σκευασμάτων.

Πολλοί άνθρωποι με ρωτούν συνεχώς πού μπορούν να βρουν ψυχιάτρους που να τους βοηθήσουν στη διακοπή. Από τη μια πλευρά υπάρχει η ανάγκη και από την άλλη η άρνηση για παροχή βοήθειας από την πλευρά των γιατρών. Πιθανότατα μεγάλο ρόλο παίζουν οικονομικοί παράγοντες. Γιατί, αντίθετα με τις ψυχιατρικές διαγνώ σεις, ακόμα δεν υπάρχει η διάγνωση «εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες» ή «εξάρτηση από νευροληπτικά» ή «εξάρτηση από αντικαταθλιπτικά», κι έτσι οι γιατροί δεν μπορούν να ζητήσουν πληρωμή από τα ταμεία υγείας γι’ αυτή την παροχή, τουλάχιστον όχι ευθέως. Από τη μια μπορεί κανείς να θυμώσει – αλλά τι θα πρόσφερε σε κάποιον ενδιαφερόμενο το να πέσει στα χέρια ενός άπειρου σε θέματα διακοπής, απρόθυμου γιατρού; Ποιος θα πήγαινε το αυτοκίνητό του σε ένα συνεργείο από το οποίο δεν βγήκε ακόμα κανένα σωστά επιδιορθωμένο αυτοκίνητο;

Πολλοί ενδιαφερόμενοι είναι πεπεισμένοι ότι για τη διακοπή χρειάζονται οπωσδήποτε τη συναίνεση ενός γιατρού. Ωστόσο δεν παίζει στην πράξη κανέναν ρόλο το αν κάποιος διακόψει τα ψυχοφάρ μακα με ή χωρίς ιατρική υποστήριξη.Όποιος το κάνει ενάντια στην ιατρική άποψη έχει τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας όπως και αυτός του οποίου την απόφαση υποστηρίζει κάποιος γιατρός. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος «Coping with Coming Off» (Πρόγραμμα για τη διερεύνηση της αντιμετώπισης στη διαδικασία της διακοπής) στην Αγγλία και στην Ουαλία. Με χρηματοδότηση του βρετανικού Υπουργείου Υγείας μια ομάδα ερευνητών, με ψυχιατρική εμπειρία οι ίδιοι, διεξήγαγαν μεταξύ 2003 και 2004 250 συνεντεύξεις για την κοινωνική οργάνωση MIND, για να ερευνήσουν τις εμπειρίες ανθρώπων που είχαν σταματήσει τα ψυχοφάρμακα. Ως βοηθητικές μεταβλητές προέκυψαν η συμπαράσταση συμβούλων και ομάδων αυτοβοήθειας, συμπληρωματική ψυχοθεραπεία, αμοιβαία υποστήριξη με άλλους ανθρώπους, πληροφορίες από το διαδίκτυο ή βιβλία, δραστηριότητες όπως χαλάρωση, διαλογισμός ή κίνηση. Διαπιστώθηκε ότι οι γιατροί δεν μπορούσαν να προβλέψουν αξιόπιστα ποιοι ασθενείς θα ήταν σε θέση και ποιοι όχι να διακόψουν με επιτυχία. Αυτή η επαγγελματική ομάδα χαρακτηρίστηκε από την έρευνα ως η λιγότερο βοηθητική κατά τη διαδικασία της διακοπής (Read, 2005, Wallcraft, 2007). Ως συνέπεια αυτής της έρευνας η MIND άλλαξε τη «γραμμή» της. Ενώ στο παρελθόν συμβούλευε –όσο μπορεί αυτό να θεωρηθεί συμβουλή– να διακόπτονται τα ψυχοφάρμακα μόνο με συμφωνία γιατρού, σήμερα παραπέμπει στη διαφθορά των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες (Darton, 2005, σ. 5) και συμβουλεύει τους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται όσο το δυνατόν καλύτερα (Read, 2005).

Όπως δείχνει μια έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας στις Η.Π.Α. το 2006, τα τέσσερα τέταρτα όλων των ανθρώπων στους οποίους χορηγούνται κάθε είδους νευροληπτικά, κάποια στιγμή τα σταματούν – γιατί απλά δεν τους προσφέρουν κάποια βελτίωση της κατάστασής τους ή γιατί οι ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι αφόρητες (McEvoy κ.ά., 2006, Stroup κ.ά., 2006). Αυτή η πρακτική συμφωνεί με τη θεωρητική –αν και ανεφάρμοστη– γνώση των γιατρών, οι οποίοι από καιρό αναγνώρισαν ότι συχνά είναι αναγκαία η διακοπή των χορηγούμενων ψυχοφαρμάκων. Ήδη το 1979, στην 75η επέτειο της ίδρυσης της ψυχιατρικής πανεπιστημιακής κλινικής του Μονάχου, ο απόλυτος εκπρόσωπος της κλασικής ψυχιατρικής Fritz Freyhan παραδέχτηκε:

«Στη δεκαετία του 1950 ο ψυχίατρος που είχε εμπειρία με ψυχοφάρμακα έπρεπε να κάνει τα πάντα για να πείσει τους συναδέλφους τους για τα πλεονεκτήματα της θεραπείας με ψυχοφάρμακα. Τα τε λευταία χρόνια έχει φτάσει όμως το σημείο στο οποίο ο έμπειρος φαρμακολογικά ψυχίατρος μπορεί να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή ανακούφιση στους ασθενείς του διατάσσοντας τη διακοπή όλων των αντιθεραπευτικών φαρμακοθεραπειών.» (1983, σ. 71)

Πέτερ Λέμαν
4. Μαρτίου 2013


Pirkko Lahti: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αυτό το βιβλίο, που πρώτο παγκοσμίως ασχολείται με το θέμα της επιτυχούς απεξάρτησης από ψυχοφάρμακα και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1998, απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που πήραν την προσωπική απόφαση να σταματήσουν τα ψυχοφάρμακα. Παράλληλα όμως απευθύνεται στις οικογένειες και στους θεραπευτές τους.

Εκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν ψυχοφάρμακα, όπως Haldol, Fluctin, Zyprexa. Κάποιες αναλυτικές αναφορές σχετικά με το πώς άλλοι άνθρωποι κατόρθωσαν να σταματήσουν τη λήψη αυτών των ουσιών, χωρίς να ξανακαταλήξουν στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου τους, έχουν τεράστια σημασία γι’ αυτούς. Πολλοί συνάδελφοί μου στον ψυχοκοινωνικό χώρο ξοδεύουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους κατασκευάζοντας κριτήρια συνταγογράφησης ψυχοφαρμάκων. Διαγνώσεις όπως καταναγκαστική νεύρωση, κατάθλιψη, δερματικές λοιμώξεις, υπερκινητικότητα, έμετοι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αϋπνία, νυχτερινή ενούρηση, ψύχωση, τραυλισμός ή ναυτία, μπορούν να οδηγήσουν στη χρήση ψυχοφαρμάκων, αντικαταθλιπτικών, λιθίου, αγχολυτικών και άλλων ουσιών. Η επεξεργασία «ενδείξεων», κριτηρίων χρήσης των φαρμάκων, είναι μια δουλειά μεγάλης υπευθυνότητας, με πολλές συνέπειες σε διάφορα επίπεδα.

Διαγνώσεις και φαρμακευτικές ενδείξεις οδηγούν συχνά σε θεραπείες με ψυχοφάρμακα, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ μακροχρόνιες. Ποιος μπορεί να πει εκ των προτέρων –όταν και αν έρθει η ώρα– αν τα ψυχοφάρμακα μπορούν να κοπούν χωρίς προβλήματα; Ήδη γνωρίζουμε ότι τα αγχολυτικά φάρμακα και κυρίως οι βενζοδιαζεπίνες δημιουργούν εξάρτηση. Ξαφνική διακοπή, χωρίς θεραπευτική βοήθεια και χωρίς γνώση των κινδύνων, μπορεί να οδηγήσει σε δραματικές εξελίξεις. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι κατά τη διακοπή των νευροληπτικών, των αντικαταθλιπτικών και του λιθίου;

Ποιες συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε μια γρήγορη υποτροπή μετά τη διακοπή; Μήπως δεν έχουμε ήδη ακούσει για προβλήματα που δημιουργούνται από τη διακοπή των ψυχοφαρμάκων, για μεταβολές στους υποδοχείς, για ψυχώσεις υπερευαισθησίας ή προκαλούμενες ακριβώς από τη διακοπή των φαρμάκων; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε μια ψυχωσική υποτροπή από συγκαλυμμένα προβλήματα στερητικού χαρακτήρα;

Ποιες συνθήκες υποστηρίζουν μια επιτυχημένη διακοπή της χρήσης ψυχοφαρμάκων– επιτυχημένη, με την έννοια ότι οι ασθενείς δεν ξανακαταλήγουν αμέσως μετά στο ιατρείο του ψυχιάτρου, αλλά ζουν ελεύθεροι και υγιείς, όπως όλοι ευχόμαστε;

Μήπως δεν εγκαταλείπουμε μόνους τους ασθενείς μας με τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους, όταν αυτοί οι ίδιοι αποφασίζουν –για οποιονδήποτε λόγο– να κόψουν τα ψυχοφάρμακά τους; Πού μπορούν να βρουν υποστήριξη, κατανόηση και θετικά πρότυπα, όταν, απογοητευμένοι από τη στάση μας, απομακρύνονται από μας (και μεις απ’ αυτούς);

Ο Πέτερ Λέμαν, μέλος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Δικτύου (πρώην) χρηστών και επιζησάντων της ψυχιατρικής (ENUSP), πρώην μέλος του Δ.Σ. της οργάνωσης Mental Health Europe, ευρωπαϊκού τμήματος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας για την Ψυχική Υγεία, αξίζει την αναγνώρισή μας για το δύσκολο έργο που ανέλαβε, να συγκεντρώσει για πρώτη φορά παγκοσμίως εμπειρίες από άμεσα ενδιαφερόμενους και από τους θεραπευτές τους, οι οποίοι έκοψαν με επιτυχία τα ψυχοφάρμακα ή βοήθησαν του πελάτες τους σ’ αυτή την πορεία. Στο βιβλίο αυτό γράφουν χρήστες από την Αυστραλία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., για τις εμπειρίες τους από τη διακοπή των φαρμάκων. Εκτός αυτού, ειδικοί από τον χώρο της ιατρικής, της ψυχιατρικής, της κοινωνικής εργασίας, της ψυχοθεραπείας και εναλλακτικών προσεγγίσεων περιγράφουν πώς βοήθησαν τους πελάτες τους στη διαδικασία της διακοπής. Μέσω του διεθνούς χαρακτήρα των συγγραφέων του, το βιβλίο προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα εμπειριών και γνώσεων.

Πρόκειται για ένα προκλητικό μήνυμα: οι εμπειρίες της ζωής αποκλίνουν συχνά από τις επιστημονικές βεβαιότητες. Το βιβλίο βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες άμεσα ενδιαφερόμενων, αλλά και επαγγελματιών, που βοηθούν στη διαδικασία διακοπής. Έτσι, προσφέρει μια καλή αφετηρία για συζήτηση. Θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο σε κάθε ιατρείο, σε κάθε ψυχιατρικό τμήμα και σε κάθε βιβλιοθήκη ασθενών.

Pirkko Lahti
Διοικητική διευθύντρια της φινλανδικής Ένωσης για την Ψυχική Υγεία και πρόεδρος της Παγκόσμιας Oμοσπονδίας για την Ψυχική Υγεία.
Ελσίνκι, 19 Αυγούστου 2002


Judi Chamberlin: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Πολλές τρέχουσες απόψεις σχετικά με τα ψυχοφάρμακα είναι λανθασμένες. Οι ψυχίατροι και οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν πείσει με επιτυχία, μέσω των Μ.Μ.Ε., πολλούς από το κοινό ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι «ασφαλή» και «αποτελεσματικά» στη «θεραπεία» των ψυχικών νόσων. Ας δούμε μία-μία αυτές τις λέξεις:

«Ασφαλή»: θεωρείται γενικά ότι δεν προκαλούν βλάβες, παρά τις πολλές και γνωστές αρνητικές τους παρενέργειες, όπως διαταραχές της κινητικότητας, αλλαγές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αύξηση βάρους, κόπωση, αιφνίδιος θάνατος από neuroleptic malignant syndrome [κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο] και πολλά άλλα.

«Αποτελεσματικά»: γενικά θεωρείται ότι αναστρέφουν ή θεραπεύουν τα συμπτώματα για τα οποία συνταγογραφούνται, παρ’ όλο που πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι έχουν μια κατασταλτική δράση που επικαλύπτει όχι μόνο τη συμπεριφορά στην οποία στοχεύει, αλλά και όλες τις άλλες δραστηριότητες.

«Θεραπεύουν»: θεωρείται γενικά ότι τα συνταγογραφούμενα φάρμακα έχουν συγκεκριμένη επίδραση σε συγκεκριμένες διαδικασίες της «νόσου».

«Ψυχική νόσος»: θεωρείται γενικά ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κλινικές οντότητες, γνωστές ως «σχιζοφρένεια», «διπολική διαταραχή» κτλ., παρά το γεγονός ότι δεν είναι γνωστές δομικές ή χημικές μεταβολές στο σώμα οι οποίες να μπορούν να διαχωρίσουν ανθρώπους με αυτές τις αναφερόμενες ως ασθένειες από άλλους, που δεν τις έχουν.

Πώς γίνεται όλοι αυτοί οι μύθοι να γίνονται με τόση επιτυχία αποδεκτοί ως γεγονότα; Για ένα λόγο: γιατί αυτοί που προωθούν τα φάρμακα είναι προσωπικότητες με επιρροή, γιατροί και επιστήμονες, που θεωρείται γενικά ότι παρουσιάζουν αντικειμενικά πειραματικά δεδομένα. Άλλος ένας παράγοντας, ίσως ακόμη πιο σημαντικός, είναι ότι αυτοί στους οποίους δίνονται τα φάρμακα και είναι οι μόνοι που έχουν μιλήσει για τα αρνητικά τους αποτελέσματα, υποτιμούνται αυτόματα με τον χαρακτηρισμό τους ως ψυχικά αρρώστων. Η διάγνωση της ψυχικής νόσου φέρνει μαζί της ένα σύνολο συνειρμών, και κυρίως ότι ο άνθρωπος, που έχει αυτή τη νόσο, έχει ήδη κριθεί και δεν είναι αξιόπιστος μάρτυρας της προσωπικής του εμπειρίας.

Ωστόσο, αυτό που στην πραγματικότητα βαρύνει στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των φαρμάκων είναι οι προσωπικές ιστορίες. Αυτές τις προσωπικές παρακαταθήκες ανθρώπων που έχουν πάρει ή συνεχίζουν να παίρνουν αυτά τα φάρμακα ή άλλων που τα ξεκίνησαν με την πίστη ότι ήταν πράγματι σωτήρια για τη ζωή τους, πρέπει να τις λάβει κανείς υπ’ όψη του παράλληλα με τους θετικούς απολογισμούς ερευνητών και συνταγογραφούντων. Στην ψυχιατρική είναι ακριβώς οι εμπειρίες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα των ανθρώπων που θεωρούνται νοσηρά. Αυτές οι εμπειρίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα απέναντι στη θεραπεία πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα. Φυσικά, πολλοί ψυχίατροι και άλλοι υπέρμαχοι της αποτελεσματικότητας των ψυχοφαρμάκων μπορούν να δυσφημήσουν αυτές τις αναφορές, με το να τις θεωρήσουν επιπλέον συμπτώματα, αλλά αυτό αποτελεί μια φαύλη ταυτολογία.

Οι εμπειρίες των ανθρώπων που έχουν πάρει ή συνεχίζουν να παίρνουν ψυχοφάρμακα διαφέρουν σε τεράστιο βαθμό μεταξύ τους. Κάποιοι βρίσκουν ότι τους βοηθούν να διαχειριστούν κάποια συμπτώματα και αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήθελαν βέβαια να τα σταματήσουν. Στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι αυτής της ομάδας είναι πρόθυμοι να ανεχτούν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες, γιατί βρίσκουν τα θετικά περισσότερα από τα αρνητικά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν θέμα τού ανά χείρας βιβλίου. Το βιβλίο εστιάζει την προσοχή του σε ανθρώπους που, για διάφορους λόγους, αποφάσισαν ότι τα ψυχοφάρμακα δεν τους βοηθούν και πήραν την απόφαση να τα σταματήσουν. Μια τέτοια απόφαση έχει τεράστιες συνέπειες, καθώς οι θεράποντες γιατροί θέλουν σχεδόν πάντα να συνεχίσουν να τα παίρνουν οι ασθενείς τους– και οι γιατροί έχουν σχεδόν πάντα τεράστια δύναμη (σαν να υπάρχει ένα είδος αθέλητης συμφωνίας) να πείθουν τους ασθενείς τους. Πράγματι, ένας πολύ συχνός παράγοντας εμφάνισης αυτού που ονομάζεται υποτροπή είναι ακριβώς η έλλειψη υποστήριξης του ανθρώπου που αποφασίζει να κόψει τα ψυχοφάρμακα.

Ως συνήγορος των δικαιωμάτων των ασθενών στον χώρο της ψυχικής υγείας (και ως άνθρωπος που έκοψα τα ψυχοφάρμακα στην πορεία της προσωπικής μου ανάρρωσης) ακούω συχνά την ερώτηση: «Πώς μπορώ να σταματήσω τα ψυχοφάρμακα;» Υπάρχει μια τραγική έλλειψη ενημέρωσης για το πώς μπορεί να σταματήσει κανείς με ασφάλεια, καθώς και σχετικά με υποστηρικτικές δομές (όπως σύντομα προγράμματα υποστηριζόμενης κατοικίας και γιατροί που είναι πρόθυμοι να σκεφτούν μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις), οι οποίες θα δώσουν τη δυνατότητα, σε ανθρώπους που θέλουν να ξεφύγουν, να το πετύχουν.

Η επιλογή να σταματήσει κανείς τα ψυχοφάρμακα μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας απ’ αυτούς είναι ότι οι παρενέργειες είναι πιο οδυνηρές από τα αρχικά προβλήματα, ή ότι αυτοί που τα παίρνουν δεν αισθάνονται να βοηθούνται σε κάτι με τη λήψη τους (αυτή ήταν ξεκάθαρα η δική μου περίπτωση). Δυστυχώς, στην κοινή γνώμη επικρατεί η εικόνα που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε. για τα άτομα που κόβουν τα ψυχοφάρμακα: είναι άνθρωποι τόσο διαταραγμένοι, που δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως οι συμπεριφορά τους είναι αφύσικη και συνεχίζουν καταλήγοντας να διαπράξουν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Το να μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους και για τους περίπλοκους λόγους που υπάρχουν πίσω από τις αποφάσεις τους είναι ίσως ένας τρόπος να αντισταθμίσουμε αυτή την αρνητική και καταστροφική εικόνα.

Λέγεται συχνά ότι τα ψυχοφάρμακα δίνονται σε ανθρώπους με την ταμπέλα του ψυχικά αρρώστου, ώστε να νιώσουν καλύτερα αυτοί που βρίσκονται γύρω τους, θεραπευτικό προσωπικό και οικογένεια. Το να είσαι κοντά σε ανθρώπους που βρίσκονται σε σύγχυση, και μάλιστα μιλούν δυνατά για το τι τους μπερδεύει, μπορεί να προκαλεί αναστάτωση και είναι δύσκολο. Αλλά η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς να τους φιμώσουμε. Αντιθέτως, πρέπει να ακούσουμε με προσοχή τις πραγματικές εμπειρίες τους, ώστε να μπορέσουμε να μάθουμε το πραγματικό κόστος των ψυχοφαρμάκων στη ζωή τους.

Judi Chamberlin (1944-2010)
Διευθύντρια Εκπαίδευσης του Εθνικού Κέντρου Ενδυνάμωσης,
Λόρενς Μασαχουσέτης. Μέλος Δ.Σ. της MindFreedom International
Arlington, Massachusetts, 30. Oktober 2002


Loren R. Mosher: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Δεν υπάρχει τυραννία τόσο μεγάλη, όσο αυτή που ασκείται για το καλό του θύματος».
C. S. Lewis

To βιβλίο αυτό πραγματεύεται ένα θέμα, για το οποίο σήμερα υπάρχουν πολλές ασαφείς εντυπώσεις. Ζούμε στην εποχή τού «ένα χάπι για κάθε πόνο». Ωστόσο, οι άνθρωποι δίνουν πολύ μικρή προσοχή ειδικά στα χάπια που επιδρούν στην ψυχή μας. Τι σημαίνει πράγματι το να διαχειρίζεσαι χημικά την ψυχή, τον εαυτό, το ανθρώπινο πνεύμα; Το λεξικό Webster ορίζει την ψυχή ακριβώς στα τρία αυτά επίπεδα. Αυτά τα χημικά, τα ψυχοφάρμακα, δεν επιδρούν λοιπόν ακριβώς στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης; Ώστε δεν θα έπρεπε να δώσουμε τη δέουσα προσοχή και σεβασμό σ’ αυτή τη διαδικασία; Αν ξεκίνησε κάποια στιγμή, δεν πρέπει να παρακολουθείται συνεχώς; Αν αυτά τα τρία στοιχεία –ψυχή, εαυτός και ανθρώπινο πνεύμα– συνιστούν την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν θα έπρεπε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να αποφασίζουν, με βάση τις δικές τους πολύ προσωπικές και άμεσες εμπειρίες, αν θέλουν να πάρουν ψυχοφάρμακα; Η απάντηση είναι βεβαίως ένα δυνατό και ξεκάθαρο: ΝΑΙ.

Ας είμαστε ρεαλιστές. Μια και υπάρχουν πολύ λίγοι αντικειμενικοί δείκτες για τη δράση που έχουν αυτά τα φάρμακα, οι αναφορές των ασθενών είναι αποφασιστικής σημασίας. Αναρωτιέμαι κατά πόσον οι ψυχίατροι που συνταγογραφούν ψυχοφάρμακα ασχολούνται σοβαρά με την προσωπική εμπειρία που έχουν οι ασθενείς τους με καθένα απ’ αυτά τα φάρμακα. Σίγουρα μπορούν να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. Αν όμως κάποιος ανήκει σε μια κοινωνική μειονότητα, μιλά μια διαφορετική από την κυρίαρχη γλώσσα, είναι φτωχός, θεωρείται «πολύ άρρωστος» ή έχει εγκλειστεί παρά τη θέλησή του σε ψυχιατρείο, μειώνεται δραματικά η πιθανότητα να ακουστεί πραγματικά– παρ’ όλο που αυτή η πιθανότητα παραμένει και για όλους τους υπόλοιπους ιδιαίτερα μικρή.

Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο πυρήνας αυτού του βιβλίου: οι ιστορίες ανθρώπων που δεν εισακούστηκαν, όσο η ψυχή τους και το ανθρώπινο πνεύμα τους υπέφερε βασανιστήρια υπό την επίδραση ψυχοφαρμάκων– που συχνά τους επιβάλλονταν με τη βία. Ιστορίες θαρραλέων αποφάσεων, που πάρθηκαν σε αντίθεση με τη γνώμη και τις συστάσεις ειδικών και συχνά κόντρα στη στάση φίλων και συγγενών, και πόνου που ορισμένες φορές τις συνόδευσε. Μετά τη διακοπή των φαρμάκων, άρχισε ο εγκέφαλος να προσπαθεί να επανέλθει στην πρότερή του κατάσταση. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν είχαν ποτέ προειδοποιηθεί για το ότι τα φάρμακα επιφέρουν αλλαγές στον εγκέφαλο (ή, ακόμη χειρότερα, καταστρέφουν οριστικά ολόκληρες περιοχές του εγκεφάλου), γι’ αυτό και εμφανίζονται σχεδόν αναπόφευκτα κάποια στερητικά συμπτώματα. Το ίδιο λίγο γνώριζαν ότι αυτά τα συμπτώματα διαρκούν αρκετά και μπορούν να ερμηνευτούν ως «υποτροπή». Υπάρχουν ιστορίες τρόμου για το τι μπορεί να συμβεί (αν και όχι πάντα), όταν προσπαθεί ένας άνθρωπος να αφήσει τον εγκέφαλό του να επιστρέψει στη φυσιολογική του λειτουργία, αφού είχε βρεθεί για αρκετό χρονικό διάστημα υπό την επίδραση «θεραπευτικών» χημικών. Κατά κανόνα, αυτή η οδύνη ήταν δυστυχώς αναγκαία, για να γυρίσει η ψυχή, ο εαυτός και το ανθρώπινο πνεύμα –ο πυρήνας της ανθρώπινης φύσης– και πάλι πίσω.

Επειδή τα φάρμακα δίνονται συχνά απερίσκεπτα, με πατερναλιστική λογική και πολλές φορές χωρίς να είναι απαραίτητα, με στόχο να «θεραπεύσουν» μια «αρρώστια» που δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί, αυτό το βιβλίο γίνεται εκ των πραγμάτων μια απαγγελία κατηγορίας ενάντια στους γιατρούς. Οι γιατροί καταπατούν συστηματικά τον όρκο του Ιπποκράτη (κατ’ αρχήν να μην προκαλέσουν βλάβη σε κανένα), στη βιασύνη τους «να κάνουν κάτι». Πώς είναι δυνατόν να διαπιστώσει κάποιος αν υπάρχει ψυχική δολοφονία, χωρίς να γνωρίζει τις περιγραφές της εμπειρίας ασθενών με φάρμακα που στοχεύουν απ’ ευθείας στο ουσιωδέστερο σημείο του ανθρώπινου είναι τους;

Ακόμα και αν συχνά παριστάνουν κάτι άλλο, οι γιατροί είναι απλώς απόφοιτοι της Ιατρικής και όχι ιατρικοί θεοί. Σε αντίθεση με τους πραγματικούς θεούς, οι γιατροί οφείλουν να απολογηθούν για τις πράξεις τους.

Αυτό το βιβλίο είναι απαραίτητο σε όλους όσοι παίζουν με την ιδέα να πάρουν ή να μην πάρουν αυτά τα νόμιμα φάρμακα, που επεμβαίνουν στην προσωπικότητα του ανθρώπου, και ίσως ακόμα πιο αναγκαίο γι’ αυτούς που μπορούν να τα συνταγογραφούν.

Dr. med. Loren R. Mosher (1933-2004)
Διευθυντής της Ένωσης προγραμμάτων «Σωτηρία»
Κλινικός καθηγητής ψυχιατρικής,Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Σαν Ντιέγκο
Τμήμα Ιατρικής
26. Αυγούστου 2002


ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

Η αντιψυχιατρική βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχών εξελίξεων. Νέες εμπειρίες πλαταίνουν τις γνώσεις μας σχετικά με τη δυνατότητα διακοπής ψυχοφαρμακευτικών θεραπειών. Στο βαθμό που σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται η μείωση της δόσης κάποιου φαρμάκου, ο αναγνώστης μπορεί να είναι βέβαιος ότι τόσο οι συγγραφείς όσο και ο επιμελητής και ο εκδότης έχουν φροντίσει ώστε η πληροφορία να ανταποκρίνεται στις πιο επίκαιρες γνώσεις που επικρατούν στον χώρο, κατά την έκδοση του βιβλίου. Επειδή όμως υπάρχουν πολλοί εξατομικευμένοι παράγοντες (σωματική και ψυχική κατάσταση, κοινωνικές μεταβλητές και συνθήκες ζωής κτλ.), που παίζουν σοβαρό ρόλο στην πορεία μιας διαδικασίας ψυχοφαρμακευτικής απεξάρτησης, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι θέσεις των συγγραφέων αποτελούν συστάσεις γενικεύσιμες σε όλους τους αναγνώστες. Σ’ αυτούς συνιστούμε να διαπιστώσουν από μόνοι τους, συνυπολογίζοντας με προσοχή τη δική τους κατάσταση ζωής και πιθανόν με συμβουλές ενός κατάλληλου ειδικού, το αν η απόφασή τους να διακόψουν τα φάρμακα με κάποιον ειδικό τρόπο, μετά από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, στηρίζεται σε υπεύθυνη και κριτική αντιμετώπιση του θέματος. Ένας τέτοιος λεπτομερειακός έλεγχος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις περιπτώσεις παρασκευασμάτων που χρησιμοποιουνται σπανιότερα ή έχουν μόλις εμφανιστεί στην αγορά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν αναλαμβάνει ούτε ο επιμελητής ούτε ο εκδότης του βιβλίου οποιαδήποτε ευθύνη για τις ενδεχόμενες παρενέργειες των φαρμάκων που λαμβάνουν οι αναγνώστες, ούτε για μια πιθανή διακοπή τους.

Σε περίπτωση που μια προσεκτική και καλά οργανωμένη προσπάθεια απεξάρτησης ή η διατήρηση της χωρίς φάρμακα κατάστασης οδηγήθηκε σε αποτυχία, ο εκδοτικός οίκος του Peter Lehmann «Antipsychiatrieverlag» απευθυνόμενος σε κάθε άμεσα ενδιαφερόμενο, παρακαλεί να τον ενημερώσει για τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη αυτό.

Πέτερ Λέμαν
Φεβρουάριος 2008